- μονοιασμένα
- επίρρ. в согласии, мирно, дружно;
ζούμε μονοιασμένα — жить в согласии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζούμε μονοιασμένα — жить в согласии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοιασμένα — επίρρ. με σύμπνοια, με ομόνοια, αρμονικά, αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοιασμένος, μτχ. του μονοιάζω] … Dictionary of Greek